-
1 муха
-и θ.μΰγα•комнатная муха οικιακή μύγα.
εκφρ.кзлые -и – χιονονιφάδες•до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•-и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•- и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•-у раздавить (ή задавить, зашибить) – απλ. κρασοπίνω•считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό.